- διπλός
- διπλόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… … Dictionary of Greek
διπλός — ή, ό επίρρ. ά 1. διπλάσιος: Αυτή τη φορά πλήρωσα τα διπλά χρήματα. 2. αυτός που αποτελείται από δύο μέρη: Χάραξε διπλή γραμμή. 3. διπλωμένος: Ρίξε μου διπλή την κουβέρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλά — διπλός neut nom/voc/acc pl διπλά̱ , διπλός fem nom/voc/acc dual διπλά̱ , διπλός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλότερον — διπλός adverbial comp διπλός masc acc comp sg διπλός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλιάζω — [διπλός] 1. διπλασιάζω 2. διπλασιάζομαι, γίνομαι διπλάσιος, διπλός 3. κάνω ζάρες, τσακίσεις 4. διπλώνομαι, ζαρώνω … Dictionary of Greek
διπλόν — διπλός masc acc sg διπλός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλαῖσι — διπλός fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλαί — διπλός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλοῖσι — διπλός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) διπλόω repeat pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) διπλόω repeat pres subj act 3rd sg (epic) διπλόω repeat pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλοῖσιν — διπλός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) διπλόω repeat pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) διπλόω repeat pres subj act 3rd sg (epic) διπλόω repeat pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)